Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος σε ορισμένες πτυχές της ασκούμενης ψηφιακής πολιτικής με άμεσα αξιοσημείωτα οφέλη. Η συγκέντρωση αρμοδιοτήτων στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης,η έμφαση στη διάδραση του πολίτη και της επιχείρησης με το Δημόσιο και η υιοθέτηση ευέλικτων μορφών σχεδιασμού και ανάπτυξης, όχι μέσα από μεγάλα έργα αλλά από μικρές παρεμβάσεις με ψηφιακές υπηρεσίες που είχαν μικρό χρόνο ανάπτυξης αλλά σημαντικό αντίκτυπο, φαίνεται ότι απέφερε καρπούς. Επιπλέον, λόγω της διακριτής σημασίας που αποδόθηκε στην ψηφιακή διακυβέρνηση κατά την περίοδο της πανδημίας, αναδείχθηκε η άμεση συνάφειά της όχι μόνο με τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, αλλά ιδίως με την εξυπηρέτηση του πολίτη και των επιχειρήσεων, και εν γένει με την αλληλεπίδρασή του κοινού με το Δημόσιο. Η εξέλιξη αυτή αναγνωρίζεται καθημερινά από το σύνολο των πολιτών, και δεν μπορούμε παρά να υπερθεματίσουμε για τη συγκεκριμένη διαπίστωση και την άμεση αξία που έχει για όλους μας. Χρειάζεται, όμως, να αποφευχθεί η υπεραπλούστευση της συγκεκριμένης εξέλιξης, όπως συχνά παρουσιάζεται στο δημόσιο διάλογο.

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως τα όποια θετικά αποτελέσματα της τελευταίας διετίας δεν εμφανίστηκαν απλά και μόνο ελέω κορονοϊού: αφενός προϋπήρξε πολύμηνος σχεδιασμός που οδήγησε στη φαινομενικά άμεση απόκριση του κράτους σε συνθήκες κρίσης (λ.χ. gov.gr, ψηφιακή υπεύθυνη δήλωση, κ.ά.), αφετέρου προϋπήρχαν κεντρικά πληροφοριακά συστήματα και μητρώα που μπορούσαν πλέον να αξιοποιηθούν με πολλαπλασιαστικά οφέλη και περαιτέρω ανάπτυξη υπηρεσιών (λ.χ. άυλη συνταγογράφηση επί του συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, ψηφιακή ταυτοποίηση taxisnet, κ.ά.). Τέλος, σημαντικός εξωγενής παράγοντας της επιτυχίας των υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης υπήρξε και η ωρίμανση των διαδικτυακών τεχνολογιών όπως εκφράστηκε μέσα από πολύ πιο εύκολες στη χρήση εφαρμογές, αλλά και την σχεδόν καθολική χρήση έξυπνων τηλεφώνων από τους πολίτες καθώς και την συσσωρευμένη τεχνογνωσία και εμπειρία του δημοσίου τομέα η οποία παρέμενε αναξιοποίητη, κυρίως λόγω έλλειψης συντονισμού και ικανότητας από τα αρμόδια σε πολιτικό και διοικητικό επίπεδο στελέχη.

Οι επισημάνσεις αυτές δεν απαξιώνουν τα προαναφερόμενα θετικά αποτελέσματα, αλλά θέτουν το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση. Αναδεικνύουν, δύο βασικές πλευρές της παρούσας φάσης εξέλιξης της ψηφιακής πολιτικής στην Ελλάδα: Πρώτον, ότι τα μικρά έργα “γρήγορων νικών” (quick wins) στον τομέα των τομέα των ψηφιακών υπηρεσιών θα πρέπει να υποστηριχθεί από μεγάλα έργα που αναβαθμίζουν παλαιοτέρα και σχεδιάζονται με διαφάνεια και ενσωματώνουν τις βασικές αρχές της ανοιχτότητας. Έργα, νομοθετικές παρεμβάσεις και πολιτικές που ωριμάζουν από το 2012 (χρονιά ορόσημο καθώς τότε ψηφίστηκε ο πρώτος ολοκληρωμένος νόμος για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ο 4098/2012), επιτέλους έφτασαν στην ωρίμανση και υλοποίησή τους. Δεύτερον, ότι πλέον βρισκόμαστε στο σημείο που κεντρικό ζητούμενο καθίσταται η διάρκεια και συνέχεια της ψηφιακής πολιτικής, η τεχνολογική και επιχειρησιακή συνέχεια καθώς και η ανθεκτικότητα των πληροφοριακών συστημάτων στις πολλαπλές απειλές που εμφανίζονται πλέον με μεγάλη ένταση και σε μεγάλη έκταση, καθώς η αξία από την εξαγωγή δεδομένων αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ψηφιακού οικοσυστήματος. Η ακεραιότητα και ανθεκτικότητα αυτή είναι πλέον απαραίτητα τόσο για την ακεραιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, όσο και για την διασφάλιση και προστασία των ίδιων μας των δημοκρατικών θεσμών. Υπό αυτό το πρίσμα, η ασφάλεια και η ανοικτότητα των συστημάτων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος της ανθεκτικότητας, ενώ ο ανοικτός συμμετοχικός ανασχεδιασμός των κεντρικών πληροφοριακών συστημάτων του κράτους θα πρέπει να αναδειχθεί σε κεντρικό στόχο της εθνικής ψηφιακής πολιτικής.

Παράλληλα, αν και είναι μάλλον προφανές -αλλά επίσης συχνά παραλείπεται και υποβαθμίζεται-, η ψηφιακή διακυβέρνηση είτε μιλάμε για το ψηφιακό κράτος, είτε για την ψηφιακή οικονομία, είτε και για την ψηφιακή κοινωνία, δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη. Όσο κι αν συχνά αφορά στην “επανάσταση του αυτονόητου”, η ψηφιακή πολιτική είναι βαθιά κοινωνική, διατηρώντας σημαντική συνάφεια με το επιλεγμένο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, τη συλλογική μας κατανόηση για το ποιος συμμετέχει και ποιος όχι σε μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά και για το είδος και εύρος των δικαιωμάτων -ατομικών, οικονομικών και κοινωνικών- τη ψηφιακή εποχή.

Βάσει των ανωτέρω, όπως άλλωστε αναδεικνύουν οι διεθνείς τάσεις σε πολιτικό και τεχνολογικό επίπεδο, η βασική κατεύθυνση που οφείλεται να δοθεί πέρα από την αναγκαία λειτουργικότητα μιας εφαρμογής, ενός συστήματος ή ενός πλαισίου, είναι στην ψηφιακή συμμετοχικότητα, ανεξαρτησία, αυτάρκεια και ανθεκτικότητα.

Τις βασικές αυτές αξίες-στόχους επιχειρούμε να αναπτύξουμε περαιτέρω, και να εξειδικεύσουμε σε 8+1 αρχές για την ψηφιακή πολιτική για όλους τους τομείς δημόσιας πολιτικής με προτεραιότητα στην Δημόσια Διοίκηση-Αυτοδιοίκηση, στην Εκπαίδευση, και στην Υγεία-Πρόνοια-Κοινωνική ασφάλιση.

#1 Κυριότητα δεδομένων

Τα δεδομένα είναι η νέα πηγή πλούτου στην εποχή μας και η κυριότητα τους είναι αξιακό ζήτημα για τον εκδημοκρατισμό της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας. Με τον ίδιο τρόπο που η δυνατότητα ατομικής ιδιοκτησίας απετέλεσε ένα από τα θεμέλια της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, ο έλεγχος των προσωπικών και άλλων δεδομένων τα οποία παράγουμε αποτελεί τη λυδία λίθο της ψηφιακής μας αυτονομίας και απτή έκφραση της ατομικής και συλλογικής υποκειμενικότητας στη δημοκρατία. Το ζήτημα αφορά όχι μόνο στην προστασία τους, αλλά και στον τρόπο αξιοποίησης τους. Αφορά τόσο στα δεδομένα που σχετίζονται με το πρόσωπό μας, όσο και στα δεδομένα που παράγουμε μέσα από τις καθημερινές μας δραστηριότητες ως άτομα αλλά και ως σύνολο. α δεδομένα που διατηρούν το δημόσιο και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις για φυσικά και νομικά πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης δίχως την ρητή και αληθή συγκατάθεση και τον έλεγχο από τα υποκείμενα των δεδομένων αυτών. Προς τούτο, δύναται να συμβάλλει ένας προοδευτικότερος και ριζοσπαστικότερος Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, μετά το 1ο βήμα που έγινε το 2016 με την αρχική θέσπιση του, το μοντέλο θα πρέπει να μετασχηματιστεί περαιτέρω από παθητική αποδοχή των όρων επεξεργασίας δεδομένων των πολιτών (αν όχι άγνοια και αδιαφάνεια) σε ενεργή συμμετοχή των υποκειμένων στη διαχείριση των δεδομένων τους. Ήδη την τελευταία δεκαετία έχουν προχωρήσει σχετικές πρωτοβουλίες σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το MyData (Φινλανδία) και Solid(Φλάνδρα Βελγίου). Στο πλαίσιο αυτό, οι πολίτες θα διατηρούν τα δικαιώματα τους, θα γνωρίζουν ποιά προσωπικά τους δεδομένα υπάρχουν και σε ποια συστήματα, καθώς και το περιεχόμενο τους, ενώ θα μπορούν να τα διορθώνουν και να τα ανακτούν για δική τους (ελεύθερη) χρήση, να τα διαγράφουν, να διαχειρίζονται και να εποπτεύουν την πρόσβαση τρίτων σε αυτά.

#2 Άνοιγμα και ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής

Βασικό ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας του κράτους αποτελεί η διαφανής και ισορροπημένη ανάπτυξη της αγοράς πληροφορικής και επικοινωνιών. Η δημιουργία και λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όπου περίπου το ένα τέταρτο των διαθέσιμων ~31 δισ. αφορά σε έργα ψηφιακού μετασχηματισμού, μας δίνει μια μοναδική ευκαιρία να το επιτύχουμε και είναι κρίσιμο να μη χαθεί. Θα ήταν αδικαιολόγητη παράλειψη η μη έγκαιρη πρόβλεψη ως υψηλής προτεραιότητας το άνοιγμα επί της αρχής της αγοράς πληροφορικής και επικοινωνιών και η αποτροπή ή μείωση των πιθανών εξαρτήσεων από έναν προμηθευτή (λ.χ. vendor lock-in). Για το λόγο αυτό, κρίνεται απαραίτητος ο ορισμός ως προϋπόθεση της ανάπτυξης και διάθεσης ανοικτών διεπαφών προγραμματισμού εφαρμογών (APIs) σε όλα τα συστήματα του Δημοσίου που μπορούν να λειτουργήσουν ως τεχνολογική υποδομή, τόσο μεταξύ τους εσωτερικά, όσο και προς το κοινό ως υπηρεσία. Μια σχετική διάσταση αφορά στην ενίσχυση της προσβασιμότητας και την ανάπτυξη οικοσυστήματος ψηφιακής καινοτομίας με κορμό τις Δημόσιες υπηρεσίες, ως πολιτικό στόχο, με την αξιοποίηση νέων μηχανισμών όπως το δίκτυο των Ευρωπαϊκών Κόμβων Ψηφιακής Καινοτομίας, αλλά και το πολυδιαφημισμένο και στη χώρα μας (αλλά ακόμη μη υιοθετημένο) μοντέλο της αγοράς προμηθευτών (marketplace) του GOV.UK. Η ανάπτυξη συμβατών υλοποιήσεων με βάση τη μεθοδολογία “develop/build and create once, and apply many” με την παράλληλη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των συστημάτων και των δημοσίων ψηφιακών υπηρεσιών υπηρεσιών, είναι βασικό σημείο προοδευτικής, αποδοτικής ανάπτυξης πληροφοριακών συστημάτων του Δημοσίου.

#3 To δημόσιο ως ψηφιακή πλατφόρμα

Η ανάπτυξη και λειτουργία των πληροφοριακών συστημάτων του Δημοσίου, είναι σημαντικό να γίνεται στο πλαίσιο κεντρικού σχεδιασμού, με έμφαση στην διαλειτουργικότητα, τα ανοιχτά πρότυπα και το ανοιχτό λογισμικό, με αποκεντρωμένη υλοποίηση. Η αποκέντρωση αυτή, όχι μόνο θα βελτιώσει τόσο το άνοιγμα όσο και την ανάπτυξη της αγοράς, αλλά θα διασφαλίσει με κατάλληλη μέριμνα την αποφυγή επανα-υλοποιήσεων ανάλογων ή παρόμοιων εφαρμογών, θα επιτρέψει την καινοτομία και τη δημιουργικότητα, ενώ θα συμβάλλει και στη λειτουργία κομβικών συστημάτων ή επιμέρους λύσεων (λ.χ. υποσύστημα ταυτοποίησης, παρουσίασης στατιστικών χρήσης, κτλ) ως υποδομές και επαναχρησιμοποιήσιμα δομικά στοιχεία. Προς τούτο, πλέον των ανωτέρω, η διασφάλιση ασφαλών συνδέσεων σε δημόσια συστήματα, τόσο σε άλλους δημόσιους οργανισμούς όσο και τον ιδιωτικό τομέα, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Ο ρόλος του κράτους, άλλωστε, και των σχετικών με αυτό δημόσιες εταιρείες και φορείς πληροφορικής δεν είναι η αυτή καθεαυτή ανάπτυξη συστημάτων που θα μπορούσε να αναπτύξει μόνη της η αγορά, αλλά η δημιουργία οροσήμων και υποδομών για περαιτέρω χρήση σε πλήθος διαφορετικών αναγκών και, ως εκ τούτου, οι δύο τομείς δύναται να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά. Η βελτίωση της εμπειρίας εξυπηρέτησης, μέσω της παροχής πιο φιλικών και προηγμένων υπηρεσιών με αυξημένη διαλειτουργικότητα, θα είναι ένα ακόμη αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης. Για παράδειγμα, πλέον των ανωτέρω, αξίζει να επισημανθούν ως απαραίτητες προϋποθέσεις: τα πληροφοριακά συστήματα που διαχειρίζονται κεντρικά μητρώα του δημοσίου να είναι κανονικοποιημένα για να διαλειτουργούν απρόσκοπτα, προκειμένου να μπορούν να παρέχονται οι υπηρεσίες του δημοσίου αυτεπάγγελτα στους δικαιούχους, θα πρέπει δε να υποστηρίζονται με μακροχρόνια, διαφανή και τεχνολογικά ουδέτερα συμβόλαια συντήρησης και επεκτάσεων.

#4 Ανοιχτά πρότυπα, λογισμικό και ανάπτυξη

Μία εκ των βασικών αρχών που συμβάλλει ιδιαίτερα στα παραπάνω αποτελεί η υιοθέτηση ανοιχτών προτύπων, ανοιχτού λογισμικού και ανοικτών τρόπων ανάπτυξης λογισμικού για τα πληροφοριακά συστήματα του δημοσίου τομέα και τις δημόσιες υποδομές ώστε να διασφαλίζεται η ψηφιακή ανεξαρτησία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η καθολική υιοθέτηση της αρχής αυτής δύναται να καθορίσει σε σημαντικό βαθμό τη βιωσιμότητα και τη συμπεριληπτικότητα των ψηφιακών υποδομών και των πληροφοριακών συστημάτων, είτε επί μέρους είτε στο σύνολο τους. Αποτελεί ακόμη επί της αρχής, βασικό χαρακτηριστικό της προοδευτικής πολιτικά αντίληψης που άμεσα ή έμμεσα αποκτά η ψηφιακή πολιτική στη χώρα. Πλήθος διεθνών πρακτικών αποδεικνύει όχι μόνο τα οφέλη που έχει το Δημόσιο από μια τέτοια υιοθέτηση, αλλά και τη δυνατότητα της αγοράς να αναπτύξει τα ακόλουθα επιχειρηματικά μοντέλα δίχως τον περιορισμό της οικονομικής ανάπτυξης τους. Είναι σαφές ότι μονοπωλιακές, ολιγοπωλιακές ή κλειστές αντιλήψεις δεν είναι απαραίτητες όπως συχνά διατείνεται έμμεσα για την αγορά πληροφορικής, αλλά η ανοιχτότητα αναδεικνύει τη συμβατότητα της τόσο με τη λειτουργία της αγοράς όσο και με μία αποδοτική λειτουργία του ψηφιακού κράτους.

#5 Δημόσιο χρήμα = δημόσιος κώδικας + δεδομένα

Συναφές με το προηγούμενο, μία βασική αρχή προς απαρέγκλιτη υιοθέτηση αποτελεί ο δημόσιος χαρακτήρας του κώδικα, δεδομένων, συστημάτων και ψηφιακών υπηρεσιών που παράγεται για λογαριασμό του Δημοσίου. Ό,τι χρηματοδοτείται από δημόσιο χρήμα, θα πρέπει να παρέχεται με άδειες ανοιχτού λογισμικού, δεδομένων και περιεχομένου (EUPL και Creative Commons αντίστοιχα). Δυστυχώς, παρά τη σχετική θέσπιση εδώ και αρκετά έτη, δεν είναι λίγες φορές που δεν ακολουθείται αυτή η αρχή, με πλήθος καταχρήσεων, και τελικά ως αποτέλεσμα, φαινομένων vendor lock-in όπου δημιουργείται έντονη ή και αποκλειστική σχέση εξάρτησης ενός δημόσιου φορέα από τον εκάστοτε προμηθευτή.

#6 Ψηφιακές δημόσιες υποδομές και αγαθά

Στον ψηφιακό κόσμο ακολουθούνται οι αρχές του αναλογικού/φυσικού, συχνά δε με μεγαλύτερη σημασία για την κοινωνική συνοχή και πρόνοια, την προστασία βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων, τη δυνατότητα δημιουργίας και την ισότιμη ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, αποτελεί βασική αρχή η πρόβλεψη για τη διατήρηση και διάθεση ανοιχτού η/μ φάσματος προς δημόσια ή ερευνητική χρήση, καθώς και η διάθεση ανοικτών δημόσιων δεδομένων βιβλιοθηκών, αρχειακού υλικού κτλ. Με αυτόν τον τρόπο, θα ενισχυθεί ο εκδημοκρατισμός και η διάχυση των οφελών της ψηφιακής κοινωνίας, ενώ θα τεθούν και κατάλληλες προϋποθέσεις για την έρευνα και καινοτομία στη χώρα.

#7 Εμπιστοσύνη

Αναγκαία προϋπόθεση για τη λειτουργία της ψηφιακής οικονομίας αλλά και κοινωνίας είναι η εμπιστοσύνη στον ψηφιακό κόσμο. Στον πυρήνα αυτού είναι η ενιαία και ασφαλής ταυτοποίηση των πολιτών, προς χρήση πρωτίστως από τη δημόσιο τομέα αλλά και από τον ιδιωτικό για συναλλαγές με πολίτες και επιχειρήσεις. Στη χώρα μας θετικά κρίνεται η ολοένα και μαζικότερη αξιοποίηση της ταυτοποίησης μέσω taxisnet. Το ίδιο όμως χρήζει βελτιώσεων για τα διαφορετικά επίπεδα ασφαλείας (ταυτοποίηση μέσω κινητού, ταυτοποίηση πολλαπλών παραγόντων κτλ), με ενίσχυση και περαιτέρω αξιοποίηση του Εθνικού Μητρώου Επικοινωνίας (ΕΜΕπ) και ειδοποιήσεων, καθώς και της -διστακτικής έως σήμερα- χρήσης του eIDAS της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αποκτά σταδιακά εξέχουσα σημασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ως καλή πρακτική διεθνώς, αναφορικά με την οριζόντια χρήση εξίσου από δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, άξιο αναφοράς και προσοχής είναι το BankID της Σουηδίας που, μεταξύ άλλων, επιτρέπει σε πολίτες να μοιράζονται προσωπικά τους στοιχεία και να δημιουργούν λογαριασμούς σε ηλεκτρονικά καταστήματα.

#8 Συμμετοχικότητα

Ιδιαίτερη σημασία για την ψηφιακή κοινωνία αλλά και τη διαμόρφωση του ψηφιακού κράτους έχει η ενεργή συμμετοχή των ίδιων των πολιτών ή/και των τελικών χρηστών των ψηφιακών υπηρεσιών και συστημάτων. Η συμμετοχή αυτή δεν είναι μόνο βαθιά έκφραση δημοκρατικής λειτουργίας της ψηφιακής πολιτικής, αλλά είναι επίσης συμβατή με τις ευέλικτες και σύγχρονες τεχνολογίες και μεθόδους ανάπτυξης λογισμικού, ήδη από τα πρώτα στάδια ανάλυσης και (συνεργατικού) σχεδιασμού του. Ενισχύεται, με αυτόν τον τρόπο, ο πολιτο-κεντρικός σχεδιασμός των ψηφιακών υπηρεσιών (και χρηστο-κεντρικός των συστημάτων) που είναι βασικό ζητούμενο για μια ευρεία και ανοιχτή ψηφιακή διακυβέρνηση που γίνεται κτήμα του μέσου πολίτη και τον εξυπηρετεί άμεσα στην καθημερινότητα του. Μια άλλη διάσταση, βεβαίως, αφορά και στη διαβούλευση που ήδη εισήχθη το 2010 με το opengov.gr στη λογική και τη λειτουργία της δημόσιας πολιτικής, η οποία πρέπει να διασφαλιστεί ότι εφαρμόζεται οριζόντια και ουσιαστικά σε όλους τους φορείς του δημόσιου τομέα.

#+1 Αποτελεσματική Ρύθμιση

Από τα παραπάνω, εύλογα αναδεικνύεται η σημασία και η κρισιμότητα του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και των Ανεξάρτητων Αρχών. Είναι σημαντικό, συνεπώς, να εφαρμοστεί στην πράξη μία προοδευτική ψηφιακή πολιτική που δε θα υποφέρει από ιδεοληψίες περί “άκριτης ελεύθερης αγοράς” ή αντιστρόφως από μη ρεαλιστικό “απόλυτο, κρατικό και μόνο έλεγχο”, επιτρέποντας τον συμπληρωματικό ρόλο του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα με τις κρατικές προμήθειες, αρκεί τα έργα να σχεδιάζονται και να αξιολογούνται με διαφάνεια.

Η ψηφιακή πολιτική έχει άμεση συνάφεια και ισχυρή αντανάκλαση σε όλους τους τομείς πολιτικής και την καθημερινότητα των πολιτών και της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης και της οικονομίας. Οι 8+1 αρχές, επομένως, αποκτούν αξία όταν διαβάζονται υπό το πρίσμα του τι αυτές σημαίνουν σε πρακτικό επίπεδο και πώς συντελούν στην ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στους κεντρικούς τομείς της δημόσιας διοίκησης και στους παραδοσιακούς κλάδους της οικονομίας και πως τους μετασχηματίζουν. Ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από φαραωνικά έργα, αλλά από μεγάλα έργα ανά τομέα πολιτικής για την αποτελεσματική συντήρηση και επέκταση των πληροφοριακών συστημάτων που διαθέτει και κυρίως από ποιοτική τεχνική υποστήριξη για την παραγωγική χρήση όλων των πληροφοριακών συστημάτων.

Δημοσιεύθηκε στο Ινστιτούτο για τη Σοσιαλδημοκρατία in-social

Από admin

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.